ἁδροσύνῃ

ἁδροσύνῃ
ἁδροσύνη
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αδροσύνη — ἁδροσύνη, η (Α) [ἁδρός] (για τα στάχια) μεστότητα, ωρίμασμα …   Dictionary of Greek

  • αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”